ρέγουλα, η κ. ρέγουλο, το, ουσ. [<μσν. ρέγουλα <λατιν. regula], η τάξη, το μέτρο, ο κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση ενός έργου: «η καλή δουλειά θέλει ρέγουλα για να γίνει»·
- βάζω ρέγουλα ή βάζω σε ρέγουλα (κάποιους ή κάτι), βάζω σε τάξη, διευθετώ, τακτοποιώ κάποιον ή κάτι, βάζω σε κανονικό ρυθμό, σε κανονικό μέτρο τη δουλειά μου ή τη ζωή μου: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου, έβαλε σε ρέγουλα όλους τους εργάτες || έβαλε σε ρέγουλα όλες του τις δουλειές και πήγε διακοπές»·
- δουλεύει με ρέγουλα, δουλεύει με τάξη, με μέτρο και με κανονικό ρυθμό: «όταν θέλει να προσέξει μια δουλειά, δουλεύει με ρέγουλα»·
- έχω ρέγουλα ή έχω τη ρέγουλά μου, έχω τάξη, μέτρο, κανονικό ρυθμό στη δουλειά μου και γενικά στη ζωή μου: «αν δεν έχεις ρέγουλα, δε θα μπορέσεις να προκόψεις στη ζωή σου»·
- κάνω με ρέγουλα (κάτι), κάνω κάτι με τάξη, με μέτρο, με κανονικό ρυθμό: «με ό,τι καταπιάνεται, το κάνει με ρέγουλα κι έτσι έχει καλά αποτελέσματα»·
- με ρέγουλα, με τάξη, με μέτρο, με κανονικό ρυθμό: «όταν πίνεις με ρέγουλα και βάζεις κάθε τόσο και κάτι στο στόμα σου, δε σε πειράζει το πιοτό || έχει μάθει να διαβάζει με ρέγουλα»·
- μπαίνω σε μια ρέγουλα ή μπαίνω σε ρέγουλα ή μπαίνω στη ρέγουλα, αρχίζω να ζω με τάξη και με μέτρο, με κανονικό ρυθμό, αποκτώ τους ρυθμούς της φυσιολογικής ζωής: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια ρέγουλα»·
- τον βάζω σε μια ρέγουλα ή τον βάζω σε ρέγουλα ή τον βάζω στη ρέγουλα, τον υποχρεώνω να ζει με τάξη και μέτρο, με κανονικό ρυθμό, τον υποχρεώνω να ακολουθήσει τους ρυθμούς της φυσιολογικής ζωής: «τον πρώτο καιρό που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας τον άφησε να χαρεί λίγο την ελευθερία του, αλλά σύντομα τον πήρε στη δουλειά του και τον έβαλε σε ρέγουλα».