ραφή, η, ουσ. [<αρχ. ῥαφή], η ραφή·
- παλιά κοπή σε νέα ραφή, λέγεται ειρωνικά για παρουσίαση παλιών πραγμάτων ή καταστάσεων ως νέων: «ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης δε θα φέρει κανένα αποτέλεσμα, γιατί είναι παλιά κοπή σε νέα ραφή».