ράσο, το, ουσ. [<μσν. ράσον <λατιν. rasum], το ράσο· φαρδύ και άκομψο ρούχο: «πήγαινε να φορέσεις κανένα ρούχο της προκοπής, γιατί αυτό που φοράς είναι σαν ράσο». Από παρομοίωση του άκομψου ρούχου με το μαύρο και φαρδύ ένδυμα των κληρικών και των μοναχών·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, βλ. λ. παπάς·
- βάζω ράσο ή βάζω ράσα ή βάζο το ράσο ή βάζω τα ράσα, βλ. φρ. φορώ ράσο·
- βγάζω το ράσο ή βγάζω τα ράσα, εγκαταλείπω τον κληρικό ή μοναστικό βίο, επανέρχομαι στην κοσμική ζωή: «δεν άντεξε τη σκληρή μοναστική ζωή, γι’ αυτό έβγαλε τα ράσα και ξαναγύρισε στο σπίτι του»·
- μπαίνω στο ράσο ή μπαίνω στα ράσα, ακολουθώ τον κληρικό ή μοναστικό βίο: «απελπίστηκε απ’ τους ανθρώπους και μπήκε στο ράσο, να βρει την ψυχική του ηρεμία». (Λαϊκό τραγούδι: αν παντρευτείς, παντρεύομαι κι αν μείνεις έτσι, μένω κι αν πας και για καλογριά, κι εγώ στο ράσο μπαίνω)·    
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά ή το ράσο δεν κάνει τον παπά, η καλή, η σεμνή εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου ή η υψηλή θέση που κατέχει δε σημαίνει πως πρόκειται και για καλόν άνθρωπο ή για άνθρωπο με αξία: «μη δίνεις αμέσως βάση μόλις δεις κάποιον καλοβαλμένο, γιατί το ράσο δεν κάνει τον παπά»·
- φορώ ράσο ή φορώ ράσα ή φορώ το ράσο ή φορώ τα ράσα, ακολουθώ τον κληρικό ή μοναστικό βίο: «είχε μια ερωτική απογοήτευση και πήγε και φόρεσε ράσο». (Λαϊκό τραγούδι: βαρέθηκα τις γκόμενες, κοντεύω να τα χάσω, γι’ αυτό και τ’ αποφάσισα για να φορέσω ράσο
- χόλιασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του, βλ. λ. καλόγερος.