ραπόρτο
κ. ρεπόρτο,
το, άκλ. ουσ. [<ιταλ. rapporto], μήνυμα, αναφορά των γεγονότων
μιας υπόθεσης ή κάποιου θέματος, έκθεση συμβάντων: «τι λέει σήμερα το ραπόρτο;»·
- δίνω
ραπόρτο, αναφέρω σε κάποιον λεπτομερειακά κάτι: «οτιδήποτε συμβαίνει στην
παρέα μας, πηγαίνει ο βλάκας και δίνει ραπόρτο στη γυναίκα του»·
- παίρνω
ραπόρτο, μου αναφέρουν λεπτομερειακά κάτι: «όσο θα είναι ο τάδε μέσα στο
γραφείο μου και θα παίρνω ραπόρτο για τα καθέκαστα, δε θέλω να μας ενοχλήσει
κανείς»·
- του
στέλνω ραπόρτο, του αναφέρω λεπτομερειακά κάτι: «επειδή λείπει στο
εξωτερικό, κάθε τόσο του τηλεφωνώ και του στέλνω ραπόρτο για όλη την παρέα».