ρανίδα, η, ουσ. [<αρχ. ῥανίς], (συνήθως για αίμα) ελάχιστη σταγόνα, ιδίως εύχρ. στις φρ. μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου ή ως την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, μέχρι το τέλος της ζωής μου, ως το θάνατο, μέχρις εσχάτων: «θα υπερασπίζομαι την πατρίδα μου ως την τελευταία ρανίδα του αίματός μου».