πυροβολώ κ. πυροβολάω, ρ. [<μτγν. πυροβολῶ], πυροβολώ· φεύγω κρυφά από κάπου, ιδίως από νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως, χωρίς να πληρώσω το λογαριασμό: «μου ’φεραν φουσκωμένο λογαριασμό, γι’ αυτό κι εγώ έκανα πολύ καλά που τους πυροβόλησα»·
- μην πυροβολείτε τον πιανίστα, βλ. λ. πιανίστας·
- οπλίζει, πυροβολεί, (για μπασκετμπολίστες) ενεργεί με ταχύτητα και πετυχαίνει συνήθως καλάθι: «όταν η μπάλα φτάσει στον τάδε, οπλίζει, πυροβολεί». Πιο σπάνια ακούγεται και για ποδοσφαιριστή·
- πυροβολώ στο ψαχνό, βλ. λ. ψαχνό.