πτωχός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πτωχός], πτωχός· που έχει χρεοκοπήσει, ο χρεοκοπημένος: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά είχε απανωτές ατυχίες στη δουλειά του και τώρα είναι πτωχός»· βλ. και λ. φτωχός·
- είναι πτωχός τω πνεύματι, έχει περιορισμένη αντίληψη: «μην περιμένεις να καταλάβει πολλά πράγματα απ’ αυτά που λέμε, γιατί είναι πτωχός τω πνεύματι»·
- μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ειρωνική αναφορά σε άτομο που, λόγω  περιορισμένης αντίληψης, δεν καταλαβαίνει, δεν αντιλαμβάνεται τα όσα κακά συμβαίνουν γύρω του και για το λόγο αυτό είναι ευτυχισμένο. Από την επί του όρους ομιλία του Χριστού όπου η φρ. πτωχοί τω πνεύματι (= ταπεινοί), παρερμηνεύεται σε άτομα με φτωχή, με περιορισμένη αντίληψη. Πρβλ.: μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. ε΄ 3)·
- πτωχός πλην τίμιος, βλ. λ. τίμιος.