πρωτοσέλιδος, -η, -ο, επίθ. [<πρωτο- + σελίδα + κατάλ. -ος], πρωτοσέλιδος· στον πλ. τα πρωτοσέλιδα, οι κύριοι τίτλοι των ημερησίων εφημερίδων: «απ’ τις εφημερίδες διαβάζει μόνο τα πρωτοσέλιδα»·
- θα γίνουμε πρωτοσέλιδο, (απειλητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλο κακό: «αν εξακολουθήσεις να ενοχλείς την κόρη μου, θα γίνουμε πρωτοσέλιδο». Συνών. θα μας γράψουν οι εφημερίδες·
- κάνω πρωτοσέλιδο (ένα θέμα), το προβάλλω δεόντως, το διατυμπανίζω: «έκανε πρωτοσέλιδο το χωρισμό του». Από το ότι οι εφημερίδες βάζουν στην πρώτη σελίδα τα θέματα που θέλουν να προβάλλουν·
- τον έκανα πρωτοσέλιδο, πρόβαλλα, κοινολόγησα, διατυμπάνισα κάποια πράξη του ή συμπεριφορά του που στρεφόταν εναντίον του: «τον έκανα πρωτοσέλιδο τον κερατά που πήγε κι έβαλε χέρι στο ταμείο μου!».