πρωτοβρόχια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. πρωτοβρόχι], τα πρωτοβρόχια·
- ήρθαν τα πρωτοβρόχια, άρχισαν οι δυσκολίες: «όσον καιρό είχε τη διεύθυνση ο πατέρας, όλα δούλευαν ρολόι στο εργοστάσιο, μόλις όμως αποχώρησε λόγω ηλικίας κι ανέλαβαν τα παιδιά, ήρθαν τα πρωτοβρόχια».