απομέσα, η, ουσ. [<από + μέσα], (στη γλώσσα της αργκό) α. η φυλακή: «πέρασαν τώρα τρία χρόνια που είναι στην απομέσα». β. η εσωτερική τσέπη, ιδίως του σακακιού: «πήρε το φάκελο και τον έχωσε στην απομέσα του σακακιού του»·
- βάζω στην απομέσα, α. φυλακίζω: «μετά την απολογία του τον έβαλαν στην απομέσα». β. κερδίζω πολλά χρήματα: «απ’ αυτή τη δουλειά έβαλα καλά λεφτά στην απομέσα». Από το ότι, όταν κουβαλάει κάποιος πολλά χρήματα επάνω του, για περισσότερη ασφάλεια τα βάζει στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του·
- μπαίνω στην απομέσα, φυλακίζομαι: «μια φορά μπήκε στην απομέσα και κατάλαβε τι θα πει ελευθερία»·
- ρίχνω στην απομέσα, βλ. φρ. βάζω στην απομέσα·
- ρίχνω στην απομέσα (κάτι), κρατώ στην κατοχή μου κάτι που δε μου ανήκει, κατακρατώ, οικειοποιούμαι κάτι: «του ’δωσα μερικά λεφτά να τα δώσει στον τάδε που τα είχε ανάγκη, κι αυτός τα ’ριξε στην απομέσα».