πρόταση, η, ουσ. [αρχ. πρότασις], πρόταση·
- βάζω μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι· 
- κάνω μια πρόταση ή κάνω την πρόταση, προτείνω: «επειδή λείπει ο τάδε, κάνω την πρόταση να τον περιμένουμε πριν αποφασίσουμε»·
- κατεβάζω μια πρόταση ή κατεβάζω την πρόταση, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση·
- πετώ μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι·
- ρίχνω μια πρόταση ή ρίχνω την πρόταση, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι·
- ρίχνω μια πρόταση στο τραπέζι, εκφράζω μια άποψή μου και τη θέτω υπό συζήτηση: «εγώ έριξα μια πρόταση στο τραπέζι, εσείς όμως πρέπει ν’ αποφασίσετε τι πρέπει να γίνει». Συνών. ρίχνω μια γνώμη στο τραπέζι·
- της έκανε ανήθικες προτάσεις, (για άντρες) της ζήτησε απροκάλυπτα σεξουαλικές σχέσεις, της ζήτησε να της επιβάλει τη σεξουαλική πράξη: «κάθε φορά που τη συναντούσε, της έκανε ανήθικες προτάσεις, ώσπου τον κατήγγειλε στην αστυνομία»·
- της κάνω πρόταση, (για άντρες) της προτείνω να συνάψει μαζί μου ερωτικό δεσμό: «αυτή η γυναίκα μ’ αρέσει πάρα πολύ, γι’ αυτό ψάχνω την ευκαιρία να της κάνω πρόταση»·
- της κάνω πρόταση γάμου, (για άντρα) βλ. λ. γάμος.