αγαπίζω, ρ. [<μσν. ἀγαπίζω]. 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κάποιον, επανασυνδέομαι με κάποιον με φιλικό ή ερωτικό δεσμό: «αν μαλώσει με κάποιον δεν αγαπίζει ξανά || αφού είναι αμαρτία να ’στε μαλωμένοι, γιατί δεν αγαπίζετε;». 2. συμφιλιώνω δυο άτομα: «αυτοί μαλώνουν κι αυτός πάει και τους αγαπίζει»· βλ. και λ. αγαπώ.