προσκόλληση, η, ουσ. [<μτγν. προσκόλλησις], η προσκόλληση·
- είναι της προσκολλήσεως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ήρθε απρόσκλητο στη συντροφιά ή συνηθίζει να έρχεται απρόσκλητο σε κάποια συντροφιά, σε κάποια παρέα, γιατί δεν έχει προσωπική παρέα: «μόλις βλέπουν τον τάδε να ’ρχεται, όλοι την κοπανάνε, γιατί είναι της προσκολλήσεως ο τύπος». Συνήθως τέτοια άτομα είναι αντιπαθητικά.