πρρρ, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.], αποδίδει το κλάσιμο: «μέσα στην ησυχία του θαλάμου, ακούστηκε ένα παρατεταμένο πρρρ»·
- κάνω πρρρ, κλάνω: «ποιος έκανε πρρρ;». Πολλές φορές, λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τη γροθιά μας να απομακρύνεται από το μέρος του κώλου μας, υπονοώντας την πορδή που φεύγει.