προκοπή, η, ουσ. [<μτγν. προκοπή], η προκοπή. (Ακολουθούν 13 φρ.)·  
- βλέπω προκοπή, βλ. φρ. κάνω προκοπή·
- δεν είναι της προκοπής, α. (για πρόσωπα) είναι αμφίβολης ηθικής ή τιμιότητας: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι της προκοπής». β. (για πράγματα) που είναι πρόχειρο, της σειράς, που δεν είναι ωραίο, αξιόλογο, που δεν έχει αξία, ποιότητα: «έχει ένα αυτοκίνητο, αλλά δεν είναι της προκοπής || τ’ άφησε το βιβλίο στη μέση, γιατί δεν ήταν της προκοπής»·
- δεν έχει προκοπή, δεν υπάρχει περίπτωση πετυχημένης σταδιοδρομίας ή περίπτωση ευημερίας από τη δουλειά, την εργασία. Λέγεται συνήθως για τόπους, για χώρες: «κάποτε στη Γερμανία μπορούσες να δουλέψεις σκληρά και να κάνεις λεφτά, σήμερα όμως δεν έχει προκοπή». (Λαϊκό τραγούδι: ασ’ τα παιδιαρίσματα στο ’χω ξαναπεί, αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει προκοπή
- δεν υπάρχει προκοπή, βλ. φρ. δεν έχει προκοπή·
- κάνω προκοπή, προκόβω, προοδεύω, ευημερώ ύστερα από μόχθο και σκληρή δουλειά: «από μικρός δούλευε σαν είλωτας, γι’ αυτό κι έκανε προκοπή». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα να δω μ’ εσένανε, τι προκοπή θα κάνω. Φαίνετ’ έφτασε η στιγμή, ή να με στείλεις στο Δαφνί, ή στον παπά για γάμο // δίχως τιμόνι και κουπί πώς θες να κάνει προκοπή; στο καπηλειό την άραξε και τη ζωή του άλλαξε
- να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου, βλ. λ. πιπέρι·
- να μη δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να μη φτάσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- την είδαμε την προκοπή σου! ή τις είδαμε τις προκοπές σου! ειρωνική παρατήρηση σε αποτυχημένο άτομο που υποδεικνύει σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει για να προκόψει: «άσε τις συμβουλές, γιατί την είδαμε την προκοπή σου!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα·
- την είδαμε την προκοπή του! ή τις είδαμε τις προκοπές του! λέγεται ειρωνικά για άτομο που απέτυχε: «μη μου λες τώρα πως έχει μυαλό ο τάδε, γιατί την είδαμε την προκοπή του!»·
- της προκοπής, λέγεται για κάτι που δεν είναι πρόχειρο, της σειράς, που είναι ωραίο, αξιόλογο, που έχει αξία, ποιότητα και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί: «αγόρασε ένα κουστούμι της προκοπής για τις επίσημες εξόδους του || τώρα που έγινε διευθυντής, σκέφτεται ν’ αγοράσει κι ένα αυτοκίνητο της προκοπής || έχω καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο της προκοπής || πες του ένα λόγο της προκοπής, γιατί παρεκτρέπεται»·
- τώρα τον έπιασε η προκοπή του! ή τώρα τον έπιασαν οι προκοπές του! λέγεται ειρωνικά για άτομο που ενεργεί καθυστερημένα και ως εκ τούτου βιάζεται να κάνει κάτι: «όλο το καλοκαίρι τεμπέλιαζε και τώρα που άρχισαν οι εξετάσεις τον έπιασε η προκοπή του για διάβασμα!».