προγόνι, το, ουσ. [<μσν. προγόνι <σπάν. προγόνιον, υποκορ.
του μτγν. προγονός <αρχ. πρόγονος], το παιδί ενός εκ των συζύγων από
προηγούμενο γάμο: «δεν είναι δικό του παιδί αλλά προγόνι απ’ τη γυναίκα του»·
-
μαλώνουν σαν προγόνια ή μαλώνουν σαν τα προγόνια, βλ. συνηθέστ. τρώγονται
σαν προγόνια·
-
τρώγονται σαν προγόνια ή τρώγονται σαν τα προγόνια, βρίσκονται
συνέχεια σε διαμάχη, μαλώνουν συνέχεια: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκαν,
τρώγονται σαν τα προγόνια». Λέγεται ανεξάρτητα από συγγένεια·
-
φαγώνονται σαν προγόνια ή φαγώνονται σαν τα προγόνια, βλ. φρ. τρώγονται
σαν προγόνια.