πρέπον, το, ουσ. [ουδ. μτχ. ενεστ. του ρ. πρέπω]. 1. αυτό που είναι σωστό να γίνει, το ενδεδειγμένο: «το πρέπον σ’ αυτή την περίπτωση είναι να του συμπεριφερθούμε με τον ίδιο καλό τρόπο που μας συμπεριφέρθηκε κι αυτός». 2. στον πλ. τα πρέποντα, τα επιβαλλόμενα από τις υπάρχουσες συνθήκες ή από τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς: «πρέπει να γίνουν όλα τα πρέποντα για να μη μας περάσουν για αγενείς». Συνών. δέον (1, 2α)·
- δεν είναι πρέπον, δεν είναι σωστό, δίκαιο, ενδεδειγμένο: «δεν είναι πρέπον να κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο»·
- κάνω το πρέπον ή κάνω τα πρέποντα, ενεργώ, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τα επιβαλλόμενα από τις υπάρχουσες συνθήκες: «όσο κι αν δε θέλουμε να ξοδευτούμε, θα πρέπει τουλάχιστον να κάνουμε τα πρέποντα γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που κάποτε με βοήθησε».