πρέπει, απρόσ. ρ. (μόνο σε ενεστ. και παρατατικό) [γ΄ εν. πρόσ. ενεστ. του ρ. πρέπω]. 1. επιβάλλεται, χρειάζεται, είναι αναγκαίο, ορθό, σωστό ή δίκαιο, αρμόζει, ταιριάζει: «πρέπει να πας οπωσδήποτε || πρέπει να πάρεις κι εσύ τα μισά || πρέπει να κάνεις κι εσύ αυτή την κίνηση || δεν του πρέπει τέτοια γυναίκα || έπρεπε να ήσουν κι εσύ στο γάμο». (Τραγούδι: τι πρέπει,τι δεν πρέπει στιγμή δε σκέφτηκα, εγώ μέχρι θανάτου σ’ ερωτεύτηκα). 2. ως άκλ. ουσ. στον πλ. οι πρέπει, χαρακτηρίζει αυτούς που συμπεριφέρονται προσποιητά μόνο και μόνο για τους τύπους: «όλοι αυτοί οι πρέπει είναι άνθρωποι αναξιόπιστοι». Εξάλλου στα πλατιά λαϊκά στρώματα κυκλοφορεί η φρ. δεν υπάρχει πρέπει , αλλά θέλω· βλ. και λ. πρέπω. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «δεν μπορείς να συγκρίνεις, αγόρι μου, το βαρκάκι σου με την κοτεράρα μου, γιατί άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει». Για συνών.  βλ. φρ. άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος·
- άνθρωπος καθώς πρέπει, βλ. λ. άνθρωπος·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί·
- δε μου πρέπει, α. έχω αναστολές να συμπεριφερθώ με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει στη φιλοσοφία μου, στην παιδεία μου, στο χαρακτήρα μου, στην ψυχοσύνθεσή μου: «δε μου πρέπει να τον κλείσω φυλακή για μερικά ψωροευρώ». β. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) με κολακεύει: «δε μου πρέπει αυτό το πουλόβερ || δε μου πρέπει αυτό το ζευγάρι». Συνών. δε μου πάει / δε μου ταιριάζει·
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, βλ. λ. Θεός·
- έγιναν όλα καθώς πρέπει, βλ. λ. καθώς·
- είναι καθώς πρέπει, βλ. λ. καθώς·  
- (θα) έπρεπε να..., α. θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν καλό, θα ήταν ευχάριστο, χρήσιμο ή απαραίτητο: «έπρεπε να ήσουν κι εσύ στο γάμο, γιατί μετά την εκκλησία έγινε μεγάλο γλέντι || θα έπρεπε να ήσουν κι εσύ στη συνεδρίαση, γιατί ειπώθηκαν ένα σωρό χρήσιμα πράγματα». β. υποθετική έκφραση που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά όμως ο ομιλητής εύχεται να μπορούσε να συμβεί, δηλώνει ευχή ανεκπλήρωτη: «έπρεπε να ήταν εδώ ο συχωρεμένος να σ’ έβλεπε μεγάλο και τρανό όπως σε ονειρευόταν!»·
- καθώς πρέπει, βλ. λ. καθώς·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
- όπως πρέπει, βλ. φρ. καθώς πρέπει·
- ό,τι πρέπει, βλ. λ. ό,τι·
- πρέπει και παραπρέπει, επιβάλλεται, είναι αναγκαίο, χρειάζεται, είναι απόλυτα αναγκαίο, απόλυτα ορθό ή δίκαιο, αρμόζει ή ταιριάζει απόλυτα: «πρέπει και παραπρέπει να πας κι εσύ μαζί τους || πρέπει και παραπρέπει να πάρεις κι εσύ το μερίδιό σου || πρέπει και παραπρέπει να συνοδεύσεις την αδερφή σου στο χορό»·
- πρέπει να..., είναι υποχρεωτικό, είναι απαραίτητο, κατ’ ανάγκη, αναμφίβολα: «για να παρθούν αποφάσεις, πρέπει να υπάρχει απαρτία»·
- πρέπει να δέσεις τα κορδόνια σου, βλ. λ. κορδόνι·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, βλ. λ. άνθρωπος·
- πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, βλ. λ. μέσα·
- σου πρέπει, α. σου αρμόζει: «σου πρέπει σκληρή τιμωρία για τα λόγια που είπες για μένα || σου πρέπει ένα καλό κορίτσι για να κάνεις οικογένεια». β. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) σε κολακεύει: «πολύ σου πρέπει αυτό το κουστούμι || πολύ σου πρέπει αυτό το πατούμενο || αυτά τα παπούτσια σου πρέπουν πάρα πολύ». (Δημοτικό τραγούδι: άιντε, καραγκού- -γκούνα καραγκούνα, άιντε πως σου πρέ- σου πρέπει η σεγκούνα). Συνών. σου πάει / σου ταιριάζει·
- το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί.