πράσο, το, ουσ. [<αρχ. πράσον], το πράσο. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το πορτοφόλι, ιδίως το παραγεμισμένο, το φουσκωμένο: «μόλις αντιλήφθηκε το πράσο να φουσκώνει κάτω απ’ το σακάκι του επιβάτη, κόλλησε απάνω του για να του το γιανέψει». Συνών. λάχανο. 2.(στη γλώσσα των ναρκωτικών) μεγάλη ποσότητα ναρκωτικού, ιδίως χασισιού (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σου λέω λάχανα κι εσύ μου λες για πράσα, αφού δε σακουλεύεσαι, βρε α σικτίρ μπαγάσα). 3. τα πολύ ίσια μαλλιά: «θα τον καταλάβεις αμέσως, γιατί έχει κάτι μαλλιά σαν πράσο». Από την εικόνα του πράσου που έχει μακριά και ίσια φύλλα·
- κόπηκε σαν πράσο ή κόπηκε σαν το πράσο, κόπηκε εύκολα, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια: «κοτζάμ σιδερόβεργα και κόπηκε σαν πράσο». Χρησιμοποιείται συχνά για πράγματα που από τη φύση τους ή από την κατασκευή τους υποτίθεται πως πρέπει να είναι πολύ ανθεκτικά·
- πιάστηκε στα πράσα, βλ. φρ. τον έπιασα στα πράσα·
- τον έπιασα στα πράσα, τον συνέλαβα τη στιγμή που διέπραττε κάποια παράνομη πράξη, τον συνέλαβα επ’ αυτοφώρω: «μόλις πήγε να βάλει το χέρι στο ταμείο, τον έπιασα στα πράσα». Συνών. τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα·
- τον τσάκωσα στα πράσα, βλ. φρ. τον έπιασαν στα πράσα·
- τους έπιασαν στα πράσα ή πιάστηκαν στα πράσα, (για ζευγάρια, ιδίως παράνομα) τους συνέλαβαν κατά τη σεξουαλική πράξη: «ήξερε πως η γυναίκα του ήταν στην γκαρσονιέρα του γκόμενου, γι’ αυτό πήρε δυο φίλους του και πήγαν και τους έπιασαν στα πράσα»·
- τους τσάκωσαν στα πράσα, (για ζευγάρια, ιδίως παράνομα) βλ. φρ. τους έπιασαν στα πράσα.