πράσινη, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. πράσινος]. 1. σαλάτα από χόρτα, ιδίως μαρούλι: «μέχρι να ετοιμάσεις την παραγγελία, φέρε μας μια πράσινη να τσιμπολογάμε». 2. (στη γλώσσα των μουσικών) το φάλτσο: «όσο έπαιζαν τα όργανα, ακούγαμε συνέχεια πράσινες»·
- έγινε πράσινη ή έγινε η πράσινη, (στη γλώσσα των μουσικών) έγινε φάλτσο: «λίγο πριν τελειώσει η εισαγωγή έγινε η πράσινη απ’ το μπάσο»·
- κάνω πράσινη ή κάνω την πράσινη, (στη γλώσσα των μουσικών) κάνω φάλτσο, φαλτσάρω: «το βιολί έκανε συνέχεια πράσινες || την έκανες πάλι την πράσινη»·
- πράσινη σαλάτα, βλ. λ. σαλάτα.