πουλώ κ. πουλάω, ρ. [<όψιμο μσν. πουλῶ <αρχ. πωλῶ], πουλώ. 1. προδίδω κάποιον ή κάτι για χρήματα ή για προσωπικό όφελος: «πούλησε το φίλο του στην αστυνομία για να εισπράξει την επικήρυξη || πούλησε τις ιδέες του για μια θέση στο δημόσιο». (Λαϊκό τραγούδι: τα λεφτά με κάναν δυστυχή, την αγάπη μου την ξεμυαλίσαν και δυο φίλους, που ’χα στη ζωή, για λεφτά μια μέρα με πουλήσαν). 2. εγκαταλείπω κάποιον ακριβώς τη στιγμή που έχει την ανάγκη μου, τον προδίδω: «το ’χει σύστημα να πουλάει τους φίλους του, όταν τον χρειάζονται, γι’ αυτό και οι περισσότεροι τον έχουν κάνει πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: με πούλησες για χρήμα στο καταχείμωνο, για μένα είναι κρίμα, για σένα αλίμονο). 3. είμαι ασυνεπής σε κάποια συμφωνία που έχω κάνει με κάποιον, τον αφήνω εκτεθειμένο ή τον στήνω στο ραντεβού μας: «πρέπει να πάω στο ραντεβού μου, για να μη λέει μετά ότι τον πούλησα». 4. εξαπατώ κάποιον: «τον πούλησε και του ’φαγε όλα τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη, γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι, τέτοιες μηχανές εσύ μη μου πουλάς,πολύ μικρή μαζί μου είσαι, να γελάς). 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι: «πουλάει τιμιότητα κι εκμεταλλεύεται τους αφελείς». (Λαϊκό τραγούδι: όλο μας πουλάς αγάπες, μα ποτέ δεν αγαπάς κι όπως σπάζεις τα ποτήρια, έτσι τις καρδιές μας σπας). 6. (για γυναίκες) την εκδίδω, είμαι ο νταβατζής της, ο προαγωγός της: «τον πρώτο καιρό που τη γνώρισε, έκανε τον ερωτευμένο μαζί της, κι όταν τον πίστεψε, άρχισε να την πουλάει δεξιά αριστερά». 7. (και για τα δυο φύλα) ενώ έχω ερωτικό δεσμό, πηγαίνω και με άλλα πρόσωπα: «πούλησε πάλι τη γκόμενά του και βγήκε με μια καινούρια». 8α. γ΄ εν. πρόσ. πουλάει, (για πρόσωπα ή πράγματα) έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία: «ο τάδε είναι τραγουδιστής που πουλάει || το βιβλίο αυτό πουλάει». β. (για θέματα ιδίως στις τηλεοράσεις) έχει ακροαματικότητα: «η τελευταία διαμάχη κυβέρνησης και εκκλησίας για την αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες είναι ένα θέμα που πουλάει». (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. λ. αλλού·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- δεν πουλάει το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- δεν πουλάμε, βλ. συνηθέστ. δεν πουλάει το μαγαζί, λ. μαγαζί·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. λ. πετσί·
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- κατά το δικό σου πήχη πανί δε σου πουλούν, βλ. λ. πήχης·
- λίγα πουλάει και πολλά αγοράζει, συνηθίζει να λέει λίγα, ενώ ακούει προσεκτικά αυτά που λένε οι άλλοι: «αυτός ο άνθρωπος λίγα πουλάει και πολλά αγοράζει και πάντα βγαίνει κερδισμένος»·
- μας πουλάει φούμαρα ή μου πουλάει φούμαρα, βλ. λ. φούμαρο·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί επούλαγε, βλ. λ. διάβολος·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
- πού τα πουλάς αυτά; βλ. λ. πού·
- πουλάει εξυπνάδες, βλ. λ. εξυπνάδα·
- πουλάει και τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, βλ. λ. πάγος·
- πουλάει τ’ ασημικά της οικογένειας, βλ. λ. ασημικά·
- πουλάει τα φιλιά της, βλ. λ. φιλί·
- πουλάει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- πουλάει το κορμί της, βλ. λ. κορμί·
- πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, βλ. λ. φύκι·
- πουλάει φύκια για ποπλίνα, βλ. λ. φύκι·
- πουλάς παρέα, βλ. λ. παρέα·
- πούλησε ακριβά το πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- πούλησε και το βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- πούλησε την ψυχή του στο διάβολο, βλ. λ. ψυχή·
- πουλώ αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- πουλώ αγάπες και λουλούδια, βλ. λ. αγάπη·
- πουλώ αγριάδα ή πουλώ αγριάδες, βλ. λ. αγριάδα1·
- πουλώ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πουλώ αέρα κοπανιστό, βλ. λ. αέρας·
- πουλώ ασικλίκι, βλ. λ. ασικλίκι·
- πουλώ αστεριλίκι ή πουλώ το αστεριλίκι μου, βλ. λ. αστεριλίκι·
- πουλώ βεντετιλίκι ή πουλώ το βεντετιλίκι μου, βλ. λ. βεντετιλίκι·
- πουλώ βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- πουλώ γοητεία, βλ. λ. γοητεία·
- πουλώ ζοριλίκι ή πουλώ ζοριλίκια, βλ. λ. ζοριλίκι·
- πουλώ (και) τα ρούχα μου (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ρούχο·
- πουλώ μαγκιά, βλ. λ. μαγκιά·
- πουλώ με καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- πουλώ με το κομμάτι, βλ. λ. κομμάτι·
- πουλώ μούρη, βλ. λ. μούρη·
- πουλώ μούσι, βλ. λ. μούσι·
- πουλώ μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- πουλώ νταβατζιλίκι, βλ. λ. νταβατζιλίκι·
- πουλώ νταηλίκι, βλ. λ. νταηλίκι·
- πουλώ παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- πουλώ πνεύμα, βλ. λ. πνεύμα·
- πουλώ προστασία, βλ. λ. προστασία·
- πουλώ τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- πουλώ τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- πουλώ τσαμπουκαλίκι, βλ. λ. τσαμπουκαλίκι·
- πουλώ φιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- σε ποιον τα πουλάς αυτά; βλ. λ. ποιος·
- σε πουλάει και σ’ αγοράζει, είναι πολύ επιτήδειος, πολύ πονηρός, σε κάνει ό,τι θέλει και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο επικίνδυνο: «αυτόν πας να ξεγελάσεις, αγόρι μου! Αυτός σε πουλάει και σ’ αγοράζει || μην ξανοίγεσαι με τον τάδε, γιατί σε πουλάει και σ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: με πουλάς και μ’ αγοράσεις για το κέφι σου μ’ έχεις σαν πενηνταράκι μες στην τσέπη σου
- τα πουλώ, (ενν. τα χρήματα) (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τα χάνω αδικαιολόγητα, κοροϊδίστικα. (Λαϊκό τραγούδι: τα πούλησα κι ησύχασα όλα με άσο δύο, αν τα κρατούσα, μάγκες μου, θα είχα ένα πλοίο
- το πουλάει όσο όσο, βλ. λ. όσος·
- τον πούλησε για πράσινο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι·
- ψυγεία πουλάω, βλ. λ. ψυγείο.