πούλος, ο, ουσ. [<λατιν. pullus (= νεοσσός)], (στη γλώσσα της αργκό) το πέος, ο πούτσος· βλ. και λ. μπούλος·
- γίνομαι πούλος, βλ. συνηθέστ. γίνομαι πουλόπουλος, λ. πουλόπουλος·
- παίρνω τον πούλο μου (και φεύγω), φεύγω κακήν κακώς, εξαφανίζομαι: όταν άρχισε να πλακώνει η σάρα και η μάρα, πήρα τον πούλο μου·
- πήραν τον πούλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ηττήθηκαν οι αντίπαλοι στη μάχη της εξέδρας, κερδίσαμε τη μάχη της εξέδρας: «στην αρχή τους αφήσαμε να φωνάξουν, μόλις όμως ξεσηκώθηκε η θύρα τρία κι άρχισαν τα συνθήματα, πήραν τον πούλο»·
- τον πούλο! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) φύγε! φύγετε! εξαφανίσου! εξαφανιστείτε(!): «μάγκες τον πούλο, γιατί έρχονται να μας πιάσουν!»·
- του (της) δίνω τον πούλο του (της), τον (την) διώχνω κακήν κακώς: «επειδή τον τελευταίο καιρό άρχισε να μιλάει για γάμο, της έδωσα τον πούλο της κι ησύχασα || επειδή δεν έλεγε να κόψει το πιοτό, του ’δωσα τον πούλο του».