ποταμός, ο, ουσ. [<αρχ. ποταμός], ο ποταμός· ό,τι χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια, ιδίως λόγος ή συνέντευξη που πραγματεύεται με πολλά πράγματα και εκφράζεται με έναν συνεχή και ορμητικό τρόπο: «συνέντευξη ποταμός». (Λαϊκό τραγούδι: πόσο σ’ αγαπώ γι’ αυτό το γέλιο ποταμό, πόσο σ’ αγαπώ για τη σιωπή και τον καημό)· βλ. και λ. ποτάμι·
- δε σε ξεπλένει ούτε ο ποταμός, βλ. συνηθέστ. δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας. Πρβλ.: αχ τι ντροπή τέτοια ντροπή, μάνα μου και πώς βγαίνει, όσο κι αν τρέξει ο ποταμός, μάνα μου δεν την πλένει (Τραγούδι). Σαν τέτοια ποτάμια ακούγονται μόνο ο Ιορδάνη, ο Δούναβης και ο Νείλος·
- δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, βλ. λ. άλογο·
- είμαι άνω ποταμών, είμαι φοβερά εκνευρισμένος, συγχυσμένος, εξοργισμένος: «αν συναντήσω τον τάδε, θα του σπάσω τα μούτρα, γιατί είμαι άνω ποταμών μαζί του»·
- είναι άνω ποταμών, είναι εντελώς παράλογο, ξεπερνάει τα όρια της λογικής: «αυτό που μου λες είναι άνω ποταμών, γι’ αυτό αποκλείεται να συμφωνήσω μαζί σου»·
- μυθιστόρημα ποταμός, βλ. λ. μυθιστόρημα·
- ποταμοί αίματος (ενν. έτρεξαν), άφθονο αίμα από πολλούς ανθρώπους: «χρειάστηκαν ποταμοί αίματος απ’ τους Έλληνες, για να διατηρήσει η πατρίδα μας την ελευθερία της»·
- τον πήρε ο ποταμός, βλ. φρ. τον πήρε το ποτάμι. (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε με κι εσύ πιο κάτω να με πάρει ο ποταμός, να με πάρει το σκοτάδι, να με λιώσει ο καημός).