πόστο, το, ουσ. [<ιταλ. posto]. 1. επίκαιρη θέση από όπου ελέγχονται όλες οι κινήσεις κάποιου ή κάποιων: «απ’ το πόστο του μπορούσε να ελέγχει όλες τις κινήσεις του εχθρού». 2. προνομιούχα θέση εργασίας, ιδίως σε δημόσια υπηρεσία: «μόλις ανέλαβε την κυβέρνηση το κόμμα τους, τα καλύτερα πόστα τα ’δωσαν στους δικούς τους». (Τραγούδι: έλα στο σόου μας, μη ζηλεύεις, κράτα το πόστο σου, σταμάτα να κλέβεις). 3. κατ’ επέκταση, η θέση εργασίας: «τι πόστο έχεις στην τάδε επιχείρηση;». 4. το φυλάκιο: «ο σκοπός στεκόταν ακοίμητος φρουρός στο πόστο του». 5. θέση που διευκολύνει τις επιδιώξεις μας, που μας παρέχει διευκολύνσεις ή προνόμια: «οι στρατιώτες προωθήθηκαν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι και κατέλαβαν όλα τα πόστα του περάσματος»·
- αφήνω στο πόστο μου, βλ. συνηθέστ. αφήνω στη θέση μου, λ. θέση·
- είμαι στο πόστο μου, βρίσκομαι στην υπηρεσία μου, στη θέση μου, επαγγελματική ή στρατιωτική: «κάποιος μας ψιθύρισε πως θα γινόταν αιφνιδιαστική επιθεώρηση, κι ήμασταν όλοι στο πόστο μας»·
- πιάνω όλα τα πόστα, καταλαμβάνω όλες τις επίκαιρες θέσεις σε ένα επαγγελματικό χώρο ή σε ένα στρατηγικό σχεδιασμό: «μόλις ανέβηκαν στην κυβέρνηση οι δικοί τους, έπιασαν όλα τα πόστα στις δημόσιες υπηρεσίες ||  οι στρατιώτες έπιασαν όλα τα πόστα του περάσματος».