ποσό, το, ουσ. [<αρχ. ποσόν], το ποσό·
- αστείο ποσό, ελάχιστο, μηδαμινό χρηματικό ποσό: «θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί είναι αστείο ποσό για μένα»·
- γελοίο ποσό, βλ. φρ. αστείο ποσό.