ποντίκι, το, ουσ. [<μσν. ποντίκι(ο)ν, υποκορ. του ουσ. ποντικός], το ποντίκι. 1. μικρή συσκευή συνδεδεμένη με τον υπολογιστή, με την οποία γίνονται διάφοροι χειρισμοί: «χειριζόταν το ποντίκι με μεγάλη ευχέρεια κι άνοιγε συνέχεια τους φακέλους τον έναν μετά τον άλλον». Από την αγγλική ορολογία mouse. 2. γυμνασμένος μυς του σώματος ιδίως του μπράτσου: «μόνο που βλέπει κανείς τα ποντίκια του, το σκέφτεται πολύ να τα βάλει μαζί του»· βλ. και λ. ποντικός. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- κάηκαν σαν ποντίκια ή κάηκαν σαν τα ποντίκια, λέγεται για ομαδικό κάψιμο ανθρώπων που δεν είχαν τη δυνατότητα να διαφύγουν, γιατί είχαν παγιδευτεί: «όσοι δούλευαν στο υπόγειο του εργοστασίου, κάηκαν σαν τα ποντίκια». Υποκορ. ποντικάκι, το. Μεγεθ. ποντίκαρος κ. πόντικας, ο·
- κάνω ποντίκι, επιδεικνύω το μέγεθος των μυών μου στο μέρος του μπράτσου, λυγίζοντας με δύναμη το χέρι μου από τον αγκώνα προς το μέρος του προσώπου με σφιγμένη τη γροθιά μου: «κάθε φορά που τον βλέπουν τα παιδιά της γειτονιάς, τον βάζουν να κάνει ποντίκι, για να δουν πως φουσκώνουν οι μύες του». Από την εικόνα του ποντικιού που η ράχη του κάνει ένα τόξο προς τα πάνω. Συνών. κάνω μπράτσο·
- κάνω ποντίκια, αποκτώ δυνατούς μύες, ιδίως στο μέρος των μπράτσων, με τη βοήθεια συστηματικής γυμναστικής: «σηκώνει βάρη στο γυμναστήριο, γι’ αυτό έχει κάνει ποντίκια». Συνών. κάνω μπράτσα·
- ο μεγάλος γάτος θέλει τρυφερά ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- ο παλιός ο γάτος τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται, βλ. λ. γάτος·
- όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτα·
- όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
- όπως τα ποντίκια το πλοίο (ενν. που βυθίζεται), α. λέγεται για άτομο που φεύγει από κάπου έγκαιρα, γιατί διαβλέπει κάποιο καταστροφικό κίνδυνο: «όταν οι εργάτες αντιλήφθηκαν πως το εργοστάσιο πάει για κλείσιμο, άρχισαν να το εγκαταλείπουν, όπως τα ποντίκια το πλοίο, για να βρουν αλλού δουλειά». β. πολλές φορές, λέγεται και με υποτιμητική διάθεση: «όσον καιρό είχα λεφτά και τους κερνούσα, ήμουν το καλύτερο παιδί, μόλις όμως άρχισα να ξεπέφτω οικονομικά, την κοπάνησαν όλοι, όπως τα ποντίκια το πλοίο»·
- πνίγηκαν σαν ποντίκια ή πνίγηκαν σαν τα ποντίκια, λέγεται για ομαδικό πνιγμό ανθρώπων που δεν είχαν τη δυνατότητα να διαφύγουν, γιατί είχαν παγιδευτεί: «οι επιβάτες που βρίσκονταν στις καμπίνες τους τη στιγμή που βυθιζόταν το πλοίο, πνίγηκαν σαν τα ποντίκια»·
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, βλ. λ. παιχνίδι·
- τον παίζει όπως η γάτα το ποντίκι, βλ. λ. γάτα.