πολίτης, ο, ουσ. [<αρχ. πολίτης], ο πολίτης·
- καλός πολίτης! ευχή σε στρατευμένο να απολυθεί ή ευχή σε στρατευμένο που μόλις απολύθηκε. (Τραγούδι: καλός πολίτης,γιε μου, καλό σου στόλισμα, να σβήσει απ’ τ’ όνομά μας εκείνο το διαόλισμα)· 
- ο μέσος πολίτης, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος πολίτης στην Ελλάδα έχει άγνοια νόμων»·
- ο πρώτος πολίτης της χώρας, ο αρχηγός του κράτους, ο πρόεδρος της δημοκρατίας ή ο πρωθυπουργός: «οι ένοπλες δυνάμεις παρέλασαν μπροστά απ’ τον πρώτο πολίτη της χώρας».