πόλη, η, ουσ. [<αρχ. πόλις], η πόλη. 1. το σύνολο των κατοίκων μιας πόλης: «όλη η πόλη είναι στο πόδι για να υποδεχτεί τον Αρχιεπίσκοπο»·
- άνθρωπος της πόλης, βλ. λ. άνθρωπος·
- από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, λέγεται ειρωνικά για τις ασυναρτησίες που μας αραδιάζει κάποιος και που δεν έχουν καμιά σχέση με το θέμα που συζητείται: «εγώ του μιλούσα σοβαρά και με χειροπιαστά παραδείγματα κι αυτός, όταν άρχισε να μιλάει, από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα». Αραιά ακούγεται και η συνέχεια της φρ. σήκω το φουστανάκι σου να μη βραχεί η ομπρέλα. Συνών. ράβδος εν γωνία άρα βρέχει·
- η αιώνια πόλη, η Ρώμη: «από μικρός θέλει να επισκεφθεί την αιώνια πόλη»·
- η βασιλίδα των πόλεων, η Κωνσταντινούπολη: «μεγάλος ο ελληνικός καημός, που χάθηκε ανεπιστρεπτί η βασιλίδα των πόλεων»·
- η πόλη του φωτός, το Παρίσι: «τ’ όνειρό του είναι να επισκεφθεί την πόλη του φωτός»·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, βλ. λ. χωριό·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει, βλ. λ. παπάς·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, βλ. λ. κώλος·
- ρωτώντας πάει κανείς στην πόλη ή ρωτώντας πας στην πόλη, για την επίτευξη ενός σκοπού, απαιτείται συνεχής κόπος και προσπάθεια, κυρίως η διδαχή από την πείρα των άλλων: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά, αν θέλεις να πετύχεις στη ζωή σου, γιατί ρωτώντας πάει κανείς στην πόλη».