ποδιά, η, ουσ. [<μσν. ποδιά <ποδέα], η ποδιά. 1. κομμάτι υφάσματος που συγκρατείται από το λαιμό ή από τη μέση με κορδόνια και φοριέται για να προστατέψει τα ρούχα του, όταν κάνει κάποιος διάφορες οικιακές δουλειές ή, όταν μαγειρεύει. (Λαϊκό τραγούδι: θα σε βάλω σκουλαρίκια, φούστα και ποδιά και θα βγαίνεις εις τον κόσμο σαν νοικοκυρά). 2. (παλιότερα) είδος ρόμπας σε μπλε χρώμα και άσπρο γιακά, που φορούσαν τα κορίτσια κατά τη διάρκεια των σχολικών μαθημάτων. (Τραγούδι: με μπλε ποδιά και τσάντα σχολικιά διαβολάκι). 3. το εμπρός μέρος του ανθρωπίνου σώματος από την κοιλιά μέχρι τους μηρούς, ιδίως σε στάση καθίσματος (το μέρος δηλ. που καλύπτει η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά ή ο τεχνίτης): «του πέταξε την μπάλα από μακριά κι αυτή ήρθε και κάθισε μέσα στην ποδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν θέλεις λίρες και φλουριά, έλα μαζί μου μια βραδιά να σου γεμίσω την ποδιά όλο γαλάτικα φλουριά). 4. ειδικό εξάρτημα στο εμπρός και κάτω μέρος θερμάστρας για να συγκρατεί τις στάχτες: «έβγαλε προσεκτικά την ποδιά, κι αφού πρώτα την άδειασε απ’ τις στάχτες, την τοποθέτησε πάλι στη θέση της». 5. ειδικό προστατευτικό εξάρτημα που μπαίνει κάτω από τη μηχανή του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας για να την προστατεύει από διάφορες ανωμαλίες του εδάφους: «επειδή έχω συνέχεια δουλειές μέσα στον κάμπο, έβαλα μια ποδιά κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητο για να το προστατεύει απ’ τις πέτρες». Υποκορ. ποδίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι: από μικρούλα τόση δα, με την κοντή ποδίτσα, κατάλαβα πως ήσουνα σιγανοπαπαδίτσα
- άναψαν οι ποδιές του, κυριεύτηκε από οργή, εξαγριώθηκε: «μόλις είδε να πειράζουν γέρο άνθρωπο μέσα το δρόμο, άναψαν οι ποδιές του και τους πήρε στο κυνήγι». Από την εικόνα του ατόμου που παίρνει φωτιά η ποδιά που φοράει και αναστατώνεται·
- ανεβαίνω στην ποδιά (κάποιου), εκμεταλλεύομαι κάποιον, έχω παράλογες απαιτήσεις από αυτόν: «είπαμε να τον βοηθήσω, αλλά όχι και ν’ ανεβεί στην ποδιά μου!»·
- βάζω στην ποδιά μου, βλ. συνηθέστ. παίρνω στην ποδιά μου·
- κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου, βλ. λ. κόρη·
- μακρύναν τις ποδιές τους να κρύψουν τις πομπές τους, βλ. λ. πομπή·
- παίρνω στην ποδιά μου, α. είμαι καθισμένος και βάζω κάποιον να καθίσει στα πόδια μου ή τοποθετώ κάτι στα πόδια μου: «όταν ήμουν μικρή μ’ έπαιρνε η γιαγιά μου στην ποδιά της και μου ’λεγε παραμύθια || πήρε στην ποδιά της τα φασολάκια κι άρχισε να τα καθαρίζει». β. προστατεύω κάποιον, τον φροντίζω: «τον πήρε από μικρό στην ποδιά της και τον ανάθρεψε σαν να ήταν δικό της παιδί || αν δε σ’ έπαιρνα στην ποδιά μου, ακόμη θα γύριζες αλήτης στους δρόμους»·
- φιλώ κατουρημένες ποδιές, ταπεινώνομαι με σκοπό να πετύχω κάτι: «φίλησε κατουρημένες ποδιές, μέχρι να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- φοράει ποδιά μπρος πίσω, (για γυναίκες) η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, προσπαθεί ακούραστα και με χαρά να περιποιηθεί τον κόσμο που έχει στο σπίτι της, ετοιμάζοντας και προσφέροντάς τους διάφορα φαγητά: «κάθε φορά που την επισκέπτεται το σόι της απ’ την επαρχία, φοράει ποδιά μπρος πίσω για να τους ευχαριστήσει».