ποδαράτο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. ποδαράτος]. 1. η πεζοπορία, ο ποδαρόδρομος: «ο γιατρός μου σύστησε δυο ώρες ποδαράτο κάθε μέρα». 2. ως επίρρ., με τα πόδια, πεζή: «βαρέθηκα να γυρίζω κάθε βράδυ ποδαράτο στο σπίτι»·
- το κόβω ποδαράτο, πηγαίνω με τα πόδια, πεζοπορώ: «μόλις βγήκε απ’ το καφενείο, το ’κοψε ποδαράτο για το σπίτι του»·
- το παίρνω ποδαράτο, βλ. φρ. το κόβω ποδαράτο.