πνοή, η, ουσ. [<αρχ. πνοή], η πνοή· η ζωντάνια, η δύναμη, η ορμή: «η νέα κυβέρνηση υπόσχεται να δώσει νέα πνοή στην οικονομία || δεν έχει πνοή απάνω του αυτός ο άνθρωπος»·
- άφησε την τελευταία του πνοή, ξεψύχησε, πέθανε: «έφερε αργά το βλέμμα στ’ αγαπημένα του πρόσωπα που βρίσκονταν γύρω απ’ το κρεβάτι του κι άφησε την τελευταία του πνοή»·
- δίνω πνοή (σε κάτι), δίνω ζωντάνια, ζωντανεύω, ζωηρεύω κάτι: «ευτυχώς που ήρθε ο τάδε κι έδωσε λίγη πνοή στο πάρτι μας»·
- η τελευταία πνοή, η πνοή με την οποία ο άνθρωπος παραδίνει το πνεύμα του: «λίγο πριν την τελευταία του πνοή ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρύο νερό»·
- μέχρι τελευταία(ς) πνοή(ς) επίμονα, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «θα σε κυνηγήσω μέχρι τελευταίας πνοής»·
- μέχρι την τελευταία του πνοή, μέχρι που να πεθάνει, μέχρι που πέθανε: «μέχρι την τελευταία του πνοή έζησε με το σταυρό στο χέρι»·
- παρέδωσε την τελευταία του πνοή, βλ. φρ. άφησε την τελευταία του πνοή·
- πνοή μου! προσφώνηση σε λατρευτό μας πρόσωπο με έντονη συναισθηματική φόρτιση. (Λαϊκό τραγούδι: φεύγεις στα ξένα, φεύγεις, παιδί μου, φεύγεις, ανάσα μου, φεύγεις, πνοή μου).