πλύση, η, ουσ. [<αρχ. πλύσις], η πλύση·
- βάζω πλύση, πλένω ρούχα στο χέρι ή στο πλυντήριο: «κάθε βδομάδα η μητέρα βάζει πλύση»·
- πλύση εγκεφάλου, η επίμονη και μονότονη επανάληψη των ίδιων λόγων σε κάποιον, ώστε να γίνουν πιστευτοί και να χρησιμοποιούνται από αυτόν ως επιχειρήματα, ιδίως προς όφελος κάποιου άλλου ή κάποιας οργανωμένης ομάδας: «απ’ τη μέρα που έχει μπει στο κόμμα, του έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου και δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη μέρα απ’ τη νύχτα».