πλονζάρω, ρ. [<πλονζόν + κατάλ. -άρω], εκτινάσσομαι να πιάσω κάτι που μου πετάει κάποιος από κάποια απόσταση, φέρνοντας το σώμα μου σε θέση σχεδόν παράλληλη με το χώμα, και λέγεται συνήθως για τερματοφύλακα που εκτινάσσεται να μπλοκάρει ή να αποκρούσει την μπάλα: «το σουτ ήταν πολύ δυνατό, αλλά ο τερματοφύλακας κατόρθωσε να πλονζάρει την μπάλα».