πλοκάμι, το, ουσ. [<σπάν. πλοκάμιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. πλόκαμος], το πλοκάμι. 1. στον πλ. τα πλοκάμια, (ειρωνικά) τα μακριά χέρια, τα μακριά πόδια: «μάζεψε τα πλοκάμια σου, γιατί δε σηκώνω αστεία || μάζεψε τα πλοκάμια σου να βολευτώ κι εγώ λιγάκι». 2. κατάσταση στην οποία, όταν μπλέξει κανείς, δύσκολα φτάνει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, δύσκολα πετυχαίνω το σκοπό του: «έμπλεξε στα πλοκάμια της γραφειοκρατίας και ταλαιπωρείται μήνες ο άνθρωπος για να βγάλει τη σύνταξή του || έμπλεξε στα πλοκάμια κάποιας παστρικιάς και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα». 3. καλά οργανωμένη και δικτυωμένη παράνομη οργάνωση που ελέγχει τα πάντα και έχει τη δυνατότητα να παγιδεύει οποιονδήποτε ή να κατευθύνει με ευχέρεια τα μέλη της σε εγκληματικές ενέργειες: «τα πλοκάμια της μαφίας || τα πλοκάμια της διεθνούς τρομοκρατίας»·
- πέφτω στα πλοκάμια (κάποιου), α. συλλαμβάνομαι από κάποιον: «έπεσε στα πλοκάμια της αστυνομίας». β. πέφτω θύμα κάποιου: «απ’ τη μέρα που έπεσε στα πλοκάμια του τάδε, βαδίζει προς την καταστροφή του»·
- πιάνομαι στα πλοκάμια (κάποιου), βλ. φρ. πέφτω στα πλοκάμια (κάποιου)·
- τον τύλιξε στα πλοκάμια της, έπεσε θύμα της γοητείας της: «απ’ τη μέρα που αυτή η γυναίκα τον τύλιξε στα πλοκάμια της, κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- τον τύλιξε στα πλοκάμια του, τον ξεγέλασε, τον παγίδευσε, έπεσε θύμα του: «τον τύλιξε στα πλοκάμια του και του ’φαγε όλα του τα λεφτά».