πλάστιγγα, η, ουσ. [<αρχ. πλάστιγξ], είδος παλιάς ζυγαριάς, που ήταν κατάλληλη για το ζύγισμα μεγάλων βαρών και που λειτουργούσε με βαρίδια (με αντίβαρο)·
- γέρνει η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα γέρνει (υπέρ κάποιου), αρχίζει να ξεχωρίζει ολοκάθαρα, ολοφάνερα κάτι υπέρ κάποιου έναντι κάποιου άλλου ή άλλων: «μετά την καταμέτρηση των μισών περίπου ψηφοδελτίων, φαίνεται πως η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του τάδε υποψηφίου»·
- έγειρε η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα έγειρε (υπέρ κάποιου), ξεχώρισε ολοκάθαρα, ολοφάνερα κάτι υπέρ κάποιου έναντι κάποιου άλλου ή άλλων: «μετά και την κατάθεση του τελευταίου μάρτυρα έγειρε η πλάστιγγα υπέρ της αθώωσης του κατηγορουμένου || μετά την καταμέτρηση και των τελευταίων ψηφοδελτίων η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του τάδε υποψηφίου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά·
- έκλινε η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα έκλινε (υπέρ κάποιου), βλ. φρ. έγειρε η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου)·
- κλίνει η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου) ή η πλάστιγγα κλίνει (υπέρ κάποιου), βλ. φρ. γέρνει η πλάστιγγα (υπέρ κάποιου).