απόβροχο, το, ουσ. [<από + βροχή], η υγρασία και η ψύχρα που επικρατούν μετά από τη βροχή, καθώς και το διάστημα που διαρκούν αυτά τα φαινόμενα: «το απόβροχο μας ανάγκασε να φορέσουμε κάτι πιο βαρύ επάνω μας»·
- γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ’ τ’ απόβροχο, ακόμη και όταν περάσει ο κίνδυνος, να εξακολουθείς για ένα διάστημα να επαγρυπνείς: «μην επαναπαύεσαι που πέρασε ό κίνδυνος, γιατί γλίτωσες τη βροχή, φυλάξου απ’ τ’ απόβροχο».