πλακάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πλάκα]. 1. μικρή μαρμάρινη ή μωσαϊκή πλάκα για κάλυψη δαπέδων ή τοίχων. (Λαϊκό τραγούδι: παλαμάκια, παλαμάκια να χτυπούν τα τακουνάκια, να χτυπούν τα τακουνάκια στο τσιμέντο στα πλακάκια). 2. στον πλ. τα πλακάκια, είδος πολύ κουμαρτζίδικου χαρτοπαιγνίου: «όποιος παίζει πλακάκια, είναι μεγάλος τζογαδόρος»·
- τα κάνω πλακάκια (με κάποιον), α. σκεπάζω, συγκαλύπτω μια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «βόλεψε μέσα στο υπουργείο όλο το σόι του, αλλά μαζεύτηκαν τα κομματόσκυλα και τα ’καναν πλακάκια». β. συμφωνώ με κάποιον εν αγνοία άλλων για κοινή μας υπόθεση ή όφελος: «τα ’καναν οι δυο τους πλακάκια και μας πήραν τη δουλειά».