απόβρασμα, το, ουσ. [<μτγν. ἀπόβρασμα], υβριστικός χαρακτηρισμός ανήθικου και ύποπτου ατόμου: «μου είναι αδύνατο να πιστέψω πως εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, υπάρχει περίπτωση να κάνεις παρέα μ’ αυτό τ’ απόβρασμα»·
- απόβρασμα της κοινωνίας, άνθρωπος άθλιος, ελεεινός, αισχρός, αχρείος, κάθαρμα: «να προσέχεις το γιο σου, γιατί τον είδα να κάνει παρέα με τον τάδε που είναι απόβρασμα της κοινωνίας || στο τάδε καφενείο μαζεύονται όλα τ’ αποβράσματα της κοινωνίας».