πίτσα, η, ουσ. [<ιταλ. pizza], η πίτσα. Υποκορ. πιτσούλα, η·
- είναι πίτσα απ’ όλα, (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα στη νεοαργκό) είναι πανέμορφη: «χτες βράδυ γνώρισα σε μια σύναξη μια γυναίκα, που είναι πίτσα απ’ όλα». Από το ότι η πίτσα στην οποία έχουν προστεθεί πολλά επιπλέον φαγώσιμα κατά το ψήσιμό της είναι πολύ νόστιμη.