πιτζάμα κ. μπιτζάμα κ. μπιζάμα κ. πιζάμα, η, ουσ. [<ιταλ. pigiama], η πιτζάμα·
- τον έπιασα με τις πιτζάμες, τον έπιασα ανέτοιμο, τον κατέλαβα εξαπίνης: «ενώ είχε μείνει με την εντύπωση πως είχε τελειώσει ο διαγωνισμός, εγώ πλειοδότησα και τον έπιασα με τις πιτζάμες».