απόβλητο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. απόβλητος], απόβλητο· (υβριστικά ή υποτιμητικά) άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, αισχρός, χυδαίος: «στο ’πα χίλιες φορές πως μ’ αυτό τ’ απόβλητο δε θέλω να κάνεις παρέα». Αναφορά στις ουσίες που αποβάλλονται από τις βιομηχανίες ως άχρηστες·
- απόβλητο της κοινωνίας, βλ. συνηθέστ. απόβρασμα της κοινωνίας, λ. απόβρασμα.