πίστωση, η, ουσ. [<αρχ. πίστωσις], η πίστωση·
- επί πιστώσει, αγορά ή πώληση που γίνεται με πίστωση, βερεσέ: «δεν πουλάει επί πιστώσει». Οι πιο παλιοί θα θυμούνται τη λαϊκή ζωγραφιά, όπου στην αριστερή της πλευρά παρουσιάζεται ο πωλών τοις μετρητοίς, ένας καλοθρεμμένος, καλοντυμένος και ευτυχισμένος έμπορος καθισμένος μπροστά στο γεμάτο ταμείο του, ενώ στη δεξιά πλευρά ο πωλών επί πιστώσει, ένας απελπισμένος, ρακένδυτος και απελπισμένος έμπορος, μπροστά στο άδειο και αραχνιασμένο ταμείο του·
- παγωμένες πιστώσεις, βλ. λ. παγωμένος·
- πίστωση χρόνου, χρονικό περιθώριο, προθεσμία: «θέλω να μου δώσεις λίγη πίστωση χρόνου για να σκεφτώ την πρότασή σου».