πιπί, το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ. από τη γλώσσα των βρεφών]. 1. το αιδοίο του βρέφους, το κουτάκι, το πουλάκι (βλ. λ.). 2. (ειρωνικά) το μουνί, το πέος: «με πονάει το πιπί μου». 3. (ειρωνικά) η ούρηση, το κατούρημα·
- θέλω πιπί ή θέλω πιπί μου, θέλω να κατουρήσω: «πρέπει να πάω στο μέρος, γιατί θέλω πιπί μου || μαμά, θέλω πιπί μου»·
- κάνω πιπί ή κάνω πιπί μου, κατουρώ: «είναι στο μέρος και κάνει πιπί»·
- πάει για πιπί του, βλ. συνηθέστ. πάει για κατούρημα, λ. κατούρημα·
- τι λέει το πιπί σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή έτσι όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι.