πικραμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. πικραίνω], πικραμένος·
- θα γελάσει (κι) ο κάθε πικραμένος, θα δημιουργηθεί τόσο γελοία κατάσταση, που θα προκληθεί πολύ γέλιο, που θα γελάσει πολύς κόσμος, ακόμη και στην περίπτωση που θα είναι πολύ άσχημα ψυχικά ή ψυχολογικά: «αν μου κάνει μήνυση, όπως λέει, θα γελάσει ο κάθε πικραμένος μ’ αυτά που θ’ ακουστούν στο δικαστήριο».