πιάνομαι, ρ. [<πιάνω]. 1. ακινητοποιούμαι από κάτι που με κρατάει ή που μπλέκεται στα ρούχα μου: «πιάστηκα στα σύρματα». 2. παγιδεύομαι: «πιάστηκε χωρίς να το καταλάβει, γιατί, όπως έτρεχε για να ξεφύγει, μπήκε σ’ ένα στενάκι που ήταν αδιέξοδο». (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς,κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός, ξεκίνα πάλι). 3. συμπλέκομαι με κάποιον, μαλώνω, πολεμώ: «κόντρα ο ένας, κόντρα ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν κι έγινε χαμός στο ίσιωμα». (Λαϊκό τραγούδι: και ο πόλεμος στην Τροία πώς επιάστηκε; Η αιώνια γυναίκα ξελογιάστηκε. Δέκα χρόνια η Ελένη μας λαχτάρησε ώσπου πήγε ο Οδυσσέας και καθάρισε).4. συλλαμβάνομαι: «πιάστηκε απ’ τους μπάτσους την ώρα που προσπαθούσε να την κοπανήσει απ’ το παράθυρο». 5. παθαίνω αγκύλωση ή μούδιασμα: «καθόμουν μια ώρα στην ίδια θέση και πιάστηκα». 6. συναντώ τυχαία κάποιον και καθυστερώ να πάω στον προορισμό μου: «άργησα να ’ρθω, γιατί πιάστηκα με τον τάδε στο δρόμο, κι απ’ το πες πες, ξεχάστηκα». 7. αποκτώ οικονομική δύναμη, ανεβαίνω οικονομικά, κοινωνικά ή καλλιτεχνικά, καθιερώνομαι, πετυχαίνω: «με δυο τρεις δουλειές που έκανε, πιάστηκε για τα καλά || πιάστηκε με το πρώτο βιβλίο που έγραψε». 8. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι με κάτι: «όταν έχω λεύτερο χρόνο, πιάνομαι με διάφορες δουλειές του σπιτιού». 9. υπολογίζω, λογαριάζω, θεωρώ έγκυρο: «στις αγροτικές φυλακές η κάθε μέρα πιάνεται διπλή || δεν πιάνεται αυτή η υπογραφή, γιατί δε φαίνεται καθαρά». 10. προσκολλούμαι, αγκιστρώνομαι σε κάποιον για να βοηθηθώ: «ευτυχώς πιάστηκε απ’ το φίλο του και γλίτωσε τη χρεοκοπία». (Λαϊκό τραγούδι: με μια γυναίκα χάνεσαι, βυθίζεσαι με δυο, από την τρίτη πιάνεσαι και βγαίνεις στον αφρό). (Ακολουθούν 72 φρ.)·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- δεν έχει από πού να πιαστεί, δεν έχει κάποια βοήθεια, κάποιο στήριγμα, κάποια συμπαράσταση από κανέναν στις δύσκολες στιγμές που περνάει: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει από πού να πιαστεί»·
- δεν πιάνεται, α. βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική ευφορία: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται». β. είναι ασυναγώνιστος στο είδος του, στο επάγγελμά του: «είναι τόσο ψευταράς, που δεν πιάνεται || είναι τόσο καλός μηχανικός, που δεν πιάνεται». γ. (για παιχνίδια ή ενέργειες) δεν υπολογίζεται: «επειδή έκανες χαράμια, αυτή η παρτίδα δεν πιάνεται»·
- δεν πιάνεται απ’ τη χαρά του, βλ. λ. χαρά·
- δεν πιάνεται από πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δεν πιάνεται με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- (δεν) πιάνεται το γκολ, βλ. λ. γκολ·
- (δεν) πιάνομαι βιδέλο, βλ. λ. βιδέλο·
- (δεν) πιάνομαι γιαγλής, βλ. λ. γιαγλής·
- (δεν) πιάνομαι γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- (δεν) πιάνομαι θύμα, βλ. λ. θύμα·
- (δεν) πιάνομαι κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- (δεν) πιάνομαι κότσος, βλ. λ. κότσος·
- (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς, βλ. λ. μπαγλαμάς·
- δεν πιανότανε (ενν. το σουτ), (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δεν μπορούσε ο τερματοφύλακας να αποσοβήσει το γκολ, γιατί ο παίχτης που σούταρε την μπάλα τη χτύπησε με μεγάλη δύναμη ή την έστειλε στη γωνία ή στο γάμα της εστίας: «ο τερματοφύλακας δε φέρει καμιά ευθύνη για το γκολ, γιατί ήταν τόσο δυνατό το σουτ, που δεν πιανότανε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το με τίποτα·
- είναι (για) να τον πιάνεις με την τσιμπίδα, βλ. λ. τσιμπίδα·
- η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
- με ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, βλ. λ. μαλλί·
- πιάνεται απ’ τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- πιάνεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάνομαι από ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- πιάνομαι με τη συζήτηση ή πιάνομαι στη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- πιάνομαι με την κουβέντα ή πιάνομαι στην κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνομαι σε καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- πιάνομαι στ’ αγκίστρι, βλ. λ. αγκίστρι·
- πιάνομαι στ’ αγκίστρι της, βλ. λ. αγκίστρι·
- πιάνομαι στα βρόχια (κάποιου), βλ. λ. βρόχι·
- πιάνομαι στα δίχτυα ή πιάνομαι στο δίχτυ, βλ. λ. δίχτυ·
- πιάνομαι στα δίχτυα της, βλ. λ. δίχτυ·
- πιάνομαι στα πλοκάμια (κάποιου), βλ. λ. πλοκάμι·
- πιάνομαι στα χέρια (με κάποιον) βλ. λ. χέρι·
- πιάνομαι στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- πιάνομαι στην ξόβεργα, βλ. λ. ξόβεργα·
- πιάνομαι στην παγίδα, βλ. λ. παγίδα·
- πιάνομαι στο δόκανο, βλ. λ. δόκανο·
- πιάστηκα απ’ τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- πιαστήκαμε για τα καλά, (για κουβέντα, συνομιλία) λέγεται συνήθως στην περίπτωση, όταν μια τυχαία συνάντηση εξελίσσεται σε πολύωρη συνομιλία: «τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο, κι επειδή είχαμε καιρό να βρεθούμε πες ο ένας, πες ο άλλος πιαστήκαμε για τα καλά»· βλ. και φρ. πιάστηκαν για τα καλά·   
- πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά ή πιάστηκαν μαλλί με μαλλί ή πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- πιάστηκαν για τα καλά, μάλωσαν, συνεπλάκησαν, ήρθαν στα χέρια: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος πιάστηκαν για τα καλά»· βλ. και φρ. πιαστήκαμε για τα καλά·
- πιάστηκαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιάστηκαν στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκαν στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- πιάστηκε αδιάβαστος, βλ. λ. αδιάβαστος·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του ή πιάστηκε απ’ τα ίδια του τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκε από μια τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- πιάστηκε για τα καλά, πλούτισε πάρα πολύ: «δούλεψε χρόνια στο εξωτερικό και, μόλις πιάστηκε για τα καλά, επέστρεψε στην πατρίδα του»·
- πιάστηκε η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- πιάστηκε η φωνή μου, βλ. λ. φωνή·
- πιάστηκε η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- πιάστηκε ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- πιάστηκε ο λαιμός μου, βλ. λ. λαιμός·
- πιάστηκε πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- πιάστηκε σαν μπούφος ή πιάστηκε σαν τον μπούφο, βλ. λ. μπούφος·
- πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα ή πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. λ. ποντικός·
- πιάστηκε με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, βλ. λ. μαρμελάδα·
- πιάστηκε στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- πιάστηκε στη φάκα, βλ. λ. φάκα·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- πιάστηκε το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), βλ. λ. πόδι·
- πιάστηκε το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- πιάστηκε το χέρι μου (κάπου), βλ. λ. χέρι·
- πιάστηκε το ψέμα του, βλ. λ. ψέμα·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά του πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το φίδι φίλος δεν πιάνεται, βλ. λ. φίδι·
- χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα.