πήχης, ο, κ. πήχυς, ο κ. πήχη, η, ουσ. [<αρχ. πῆχυς, ο, (= βραχίονας)], ο πήχης·
- ανεβάζω τον πήχη, βάζω υψηλότερους στόχους στη ζωή μου, στη δουλειά μου, από τη στιγμή που πραγματοποιώ αυτούς που είχα βάλει προηγουμένως: «μόλις πήρε το δίπλωμα του μηχανικού, ανέβασε τον πήχη κι έβαλε μπρος να δημιουργήσει μια κατασκευαστική εταιρία». Τον πήχη είχε ανεβάσει και ο Κ. Μητσοτάκης στον Κώστα Καραμανλή, στις εκλογές του 2.000, ζητώντας του να πάρει το κόμμα της Ν. Δημοκρατίας ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% για να μην τον αμφισβητήσει ως αρχηγό του κόμματος·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες, βλ. λ. στόμα·
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μία πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- κατεβάζω τον πήχη, βλ. φρ. χαμηλώνω τον πήχη·
- κατά το δικό σου πήχη πανί δε σου πουλούν, δεν μπορεί ο καθένας να βρίσκει τα πράγματα όπως αυτός θέλει: «μ’ αυτόν τον τρόπο δουλεύουμε εμείς σ’ αυτό το εργοστάσιο και πρέπει κι εσύ να προσαρμοστείς, γιατί κατά το δικό σου πήχη πανί δε σου πουλούν»· 
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κοντός ή πολύ μικρός σε ηλικία και κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μια πήχη άνθρωπος και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα! || μα είναι αστείο, μιας πήχης άνθρωπος να θέλει να κοντραριστεί με κοτζάμ εφοπλιστή!». Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος / μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος / μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος / μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος·
- μου βγήκε η γλώσσα μία πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- χαμηλώνω τον πήχη, μειώνω τους στόχους στη ζωή μου, στη δουλειά μου από τη στιγμή που δεν κατάφερα να πραγματοποιήσω αυτούς που είχα βάλει προηγουμένως: «απ’ τη στιγμή που απέτυχα στους προηγούμενους στόχους μου, χαμήλωσα τον πήχη για τη συνέχεια».