πήδος, ο, ουσ. [<πηδώ + κατάλ. -ος]. 1. μεγάλο πήδημα: «με δυο πήδους βρέθηκε αμέσως στην πόρτα της αυλής». 2. (θαυμαστικά) η πολύ επιτυχημένη επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «μετά τον πήδο που της έκανε, τρέχει από πίσω του σαν σκυλάκι»·
- κάνω πήδους απ’ τη χαρά μου, είμαι τόσο χαρούμενος που το εκδηλώνω με έξαλλα πηδήματα: «μόλις έμαθε πως πέρασε στο πανεπιστήμιο, άρχισε να κάνει πήδους απ’ τη χαρά του». Απότην εικόνα των μικρών παιδιών που, όταν είναι πολύ χαρούμενα ή πολύ ικανοποιημένα από κάτι, χοροπηδάνε.