πηγαίνω, ρ. [<μσν. πηγαίνω και ὑπαγαίνω, από τον παρατατ. και αόρ. του αρχ. ρ. ὑπάγω], πηγαίνω. 1. φοιτώ: «πηγαίνω στο πανεπιστήμιο». 2. (για δρόμους) οδηγώ: «αυτός ο δρόμος πηγαίνει ίσια στην πλατεία που ζητάς». 3. (για χρήματα) προορίζονται: «σ’ αυτά τα χρήματα δε θα βάλει κανένας χέρι, γιατί πηγαίνουν για τις σπουδές του γιου μου» 4. φεύγω: «εγώ πηγαίνω, αν με χρειαστείς, θα με βρεις στο σπίτι μου». 5. παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι ή πεθαίνω, φεύγω: «είναι οικογενειακό σας να πηγαίνετε από καρδιά, γι’ αυτό πρόσεχε τώρα που είσαι σε κρίσιμη η ηλικία || μόλις τελειώνει το καλοκαίρι, πηγαίνουν οι τουρίστες και μένουμε πάλι τρεις γέροι στο χωριό». 6α.  στο γ΄ πρόσ. πηγαίνει, ταιριάζει, αρμόζει: «δεν πηγαίνει στην ηλικία σου να βρίζεις». β. (για ρούχα) συνδυάζεται με τα υπόλοιπα, κολακεύει αυτόν που το φοράει: «δε σου πηγαίνει καθόλου αυτό το παντελόνι || αυτό το κουστούμι πολύ σου πηγαίνει». γ. (για μηχανήματα) λειτουργεί: «δεν πηγαίνει τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και λ. παγαίνω και πάει και πάω. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, βλ. λ. πατώ·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το γλυκό, βλ. λ. γλυκός·
- εκεί που πήγαινε να δέσει το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, βλ. λ. ζωή·
- όσο πηγαίνει, βλ. λ. όσος·
- όσο πηγαίνει και…, βλ. λ. όσος·
- όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα ή όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουνα, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας κάνει τον ενημερωμένο, τον έξυπνο ή τον έμπειρο, ενώ εμείς είμαστε πολύ πιο ενημερωμένοι, έξυπνοι ή πολύ πιο έμπειροι από αυτό, ή λέγεται ειρωνικά σε άτομο που έχουμε αντιληφθεί πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «άσε αυτά τα δικολαβίστικα, γιατί, όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα»·
- πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. λ. ύπνος·
- πηγαίνει σαν κάβουρας ή πηγαίνει σαν τον κάβουρα, βλ. λ. κάβουρας·
- πηγαίνει σαν σπασμένη βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- πηγαίνει σαν χελώνα ή πηγαίνει σαν τη χελώνα, βλ. λ. χελώνα·
- πήγαινε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι, βλ. συνηθέστ. πάνε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι, βλ. λ. γωνία·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγαινε στο καλό! βλ. λ. καλός·
- πήγαινε στον αγύριστο! βλ. λ. αγύριστος·
- πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι, βλ. λ. σταυρός·
- πηγαίνουν σαν τα πρόβατα, βλ. λ. πρόβατο·
- πηγαίνω από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω γιαλό γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- πηγαίνω μ’ άδεια χέρια ή πηγαίνω μ’ άδεια τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πηγαίνω με άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- πηγαίνω με γεμάτα χέρια ή πηγαίνω με γεμάτα τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πηγαίνω με γυναίκα, (για άντρες)βλ. λ. γυναίκα·
- πηγαίνω με τα νερά του, βλ. λ. νερό·
- πηγαίνω με το μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- πηγαίνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- πηγαίνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- πηγαίνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω πίσω από…, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω προς τα πίσω, βλ. λ. πίσω·
- πηγαίνω σαν πρόβατο στη σφαγή, βλ. λ. πρόβατο·
- πηγαίνω στα βιολιά, βλ. λ. βιολί·
- πηγαίνω στην εκκλησία, βλ. λ. εκκλησία·
- πηγαίνω στο γήπεδο, βλ. λ. γήπεδο·
- πηγαίνω σχολείο ή πηγαίνω στο σχολείο, βλ. λ. σχολείο·
- πηγαίνω τοίχο τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- τα πήγαιν’ έλα ή το πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. κακό·
- το πήγαιναν, το ’φερναν, το μετακινούσαν συνεχώς: «αγόρασαν ένα κάδρο και το πήγαιναν, το ’φερναν μέσα στο σαλόνι και δεν μπορούσαν να βρουν πού ακριβώς ταίριαζε για να το κρεμάσουν»·
- τον έχω στο πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- τον (την) πήγαιναν, τον (την) έφερναν, τον (την) μετακινούσαν, τον (την) περιέφεραν συνεχώς: «πήγαν με το γαμπρό τους στο χωριό και τον πήγαιναν, τον έφερναν σ’ όλους τους συγγενείς τους για να τον γνωρίσουν»·
- τον πήγανε σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός.