πευκάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πεύκο], το πευκάκι. 1. συνήθως στον πλ. τα πευκάκια, περιοχή πευκόφυτη, ιδίως στα προάστια της πόλης, όπου συνηθίζουν να πηγαίνουν τα ερωτικά ζευγάρια, για να μην εκτίθενται στα μάτια του κόσμου. Η περιοχή δεν είναι απαραίτητο να είναι πευκόφυτη, αλλά μπορεί να είναι και δασάκι με διάφορα δέντρα: «κάθε βράδυ πηγαίνει στα πευκάκια για μπανιστήρι». 2. το νεκροταφείο: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, όλος ο κόσμος συνόδευσε το νεκρό στα πευκάκια»·
- πήγαν στα πευκάκια ή πήγαν κατά τα πευκάκια, (για ερωτικά ζευγάρια) αποτραβήχτηκαν στα προάστια της πόλης, ιδίως σε πευκόφυτη ή δεντροφυτεμένη περιοχή για να επιδοθούν στην ερωτική πράξη: «μόλις βράδιασε, τους είδα που πήγαιναν κατά τα πευκάκια»·
- πήγε στα πευκάκια, πέθανε: «πέρασαν τρία χρόνια απ’ τη μέρα που πήγε στα πευκάκια»·
- την πήγε στα πευκάκια ή την πήγε κατά τα πευκάκια, (για άντρες) οδήγησε, παρέσυρε τη γυναίκα σε πευκόφυτη ή δασώδη περιοχή στα προάστια της πόλης για να επωφεληθεί ερωτικά: «πήρε την γκόμενα και την πήγε κατά τα πευκάκια για τα περαιτέρω»·
- τον έστειλε στα πευκάκια, τον πέθανε, τον σκότωσε, τον δολοφόνησε: «ήταν τόσο γκρινιάρα η γυναίκα του, που τον έστειλε στα πευκάκια το φουκαρά || του ’δωσε δυο μαχαιριές κατάστηθα και τον έστειλε στα πευκάκια». (Λαϊκό τραγούδι: από τα πολλά φαρμάκια θα με στείλεις στα πευκάκια, όμως τι θα καταλάβεις, ό,τι έδωσες θα λάβεις).