πετροβόλος, ο, ουσ. [<πέτρα + βολή + κατάλ. -ος], ιδίως εύχρ. στη φρ. της δικιάς σου ο πετροβόλος, ειρωνική ή επιθετική απάντηση στη βρισιά της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, που μας απευθύνει κάποιος.